- στερεομετροαυτοματισμός
- ο, Ν(φωτογραμμ.) η εφαρμογή τού αυτοματισμού στη στερεομέτρηση με κατάλληλη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικού συστήματος σε εικονομετρογράφους και ιδίως σε στερεομετροχαρτογραφικά όργανα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.